
Ξέρεις τι θα πει να έχεις την απόλυτη μοναξιά, την πείνα και την έχθρα απέναντί σου; Να νιώθεις το κοφτερό μαχαίρι να σκαλίζει την αγιάτρευτη πληγή σου, σα που τραγουδούσε η Άννα Βαγενά στο ρόλο της Ελένης, ενός κατατρεγμένου κοριτσιού, στα θρυλικά «Κόκκινα Φανάρια» του Γαλανού;
«Μοναξιά.
Κι η θύμησή σου μαχαιριά
μες την πληγή μου.
Ερημιά.
Γυαλιά σπασμένα στην καρδιά
η φυλακή μου
Ερημιά κι απόγνωση·
πέθανε η ελπίδα μου,
ρήμαξε η ζωή μου.
Βούρκωσε η θύμηση,
το μαχαίρι μάτωσε
την παλιά πληγή μου.»
Κι όσο τα σκεφτόμουνα αυτά, ντριιιν, ο Γιάννης από Ηράκλειο. Αντί για καλημέρα έμπηξε τις φωνές.
- Γράψε.
- Τι να γράψω;
- Πήγα το πρωί στο φούρνο, κι ήμασταν, πέντε νοματαίοι ουρά. Όχι καλοταϊσμένοι, μισοχορτάτοι.
- Λοιπόν;
- Είπα· γράφε. Αγρίεψε πάλι, και συνέχισε. Όταν άπλωνα το χέρι να πάρω τη μιάμιση φρατζόλα που μου επιτρέπει η σύνταξη να αγοράζω, να σου ένας κακομοίρης ρακένδυτος, λίγο βρόμικος και πολύ μελαψός. Πλησίασε φοβισμένος, αδιαφορήσαμε εμείς στην αρχή, αλλά μόλις πλεύρισε επικίνδυνα, μαζωχτήκαμε σα το χοχλιό που τον βρίσκει ο ήλιος.
- Είχε πιστόλι;
- Φουκαράς σου λέω! Βρακί δεν είχε· πιστόλι θα κρατούσε;
- Άμα σφίξει γερά η πείνα…
- Σωστά, μα τούτος άντεχε ακόμα. Μας κοίταξε που λες περίλυπος, έδειξε το ζεστό ψωμί, σφούγγιξε τα χείλια του με το μανίκι, και με σπασμένα ελληνικά και νοήματα μας ζήτησε να του αγοράσουμε μια φρατζόλα. Πεινούσε. Αυτό μας το είπε, παίζοντας βιολί στη κοιλιά του απάνω.
- Και;
- Δεν καταλαβαίνεις; Οι τρεις κουμπωθήκανε. Πήρανε το ψωμί τους και αμίληχτοι φύγανε λες και κακό μεγάλο τους περίμενε. Ο πέμπτος πήρε μια φρατζόλα, του την έδωσε, κι αυτός σαν αγρίμι πεινασμένο την άρπαξε, φίλησε τα χέρια του ευεργέτη του, κι έριξε μια δαγκωνιά που την κατάπιε σαν γλάρος.
- Κι ο τέταρτος; Τον ρώτησα.
- Ήταν αστυνομικός. Και ήξερε πως ο μελαψός άντρας δεν είχε άδεια παραμονής. Σκέφτηκε να τον στείλει στη πατρίδα του χορτάτο.
Ο Μαχίρ, έτσι τον λέγανε, έριξε άλλη μια μπουκιά, έβαλε μετά την υπόλοιπη φρατζόλα κάτω από τη μασχάλη του, έσκυψε το κεφάλι, και βγήκε στο δρόμο. Στην τρώγλη που έμενε, τέσσερα γυαλιστερά μάτια καρφωμένα σε ρυτιδιασμένα προσωπάκια γέμισαν τον αγέρα ευδαιμονία.
- Σε καλό τόπο βρεθήκαμε! Μουρμούρισε στη γλώσσα τους.
Φχαρίστησα το Γιάννη, έκανα να χαιρετίσω και να κλείσω το τηλέφωνο, ξαναθύμωσε αυτός.
- Τα άλλα τα έμαθες;
- Τα ποια;
- Μα είσαι, ρε παιδί μου! Διάβασε και καμμιά εφημερίδα!
- Λέγε…
- Πήγε ένας άλλος, πιο πολύ από φουκαράς, νηστικός καμμιά βδομάδα, σε ένα σούπερ μάρκετ.
- Ωχχ, και έκλεψε;
- Μη βιάζεσαι. Φοβήθηκε, ή ντράπηκε να μπει μέσα, και έριξε μια ματιά στα σκουπίδια. Εκεί είχε πεταμένα κάτι γιαούρτια που είχανε λήξει. Χίμηξε λοιπόν, τα πήρε, κι άρχισε να τρώει με λαιμαργία.
- Ε, δεν τον πείραξε κανένας.
- Λάθος. Ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού τού έκανε μήνυση. Του βάλανε, γράφει η εφημερίδα, χειροπέδες. Θα τον δικάσουν γιατί φοβήθηκαν, λέει, μην πάθει δηλητηρίαση!
Στο κρατητήριο που τον πήγανε, δίπλα, η τηλεόραση έλεγε για τις εξεταστικές επιτροπές και τα εκατομμύρια που εξαφανίστηκαν.
Απο ΕΔΩ.