Το βρέφος με το
παράξενο κεφάλι Μια φορά κι έναν
καιρό ήταν ένα παιδί Υπολοχαγοί
και λοχίες
Η πυξίδα Η Γεωμετρία Το βιολί Ο καθηγητής δεν φοράει κάλτσες Γέλιο
Διάβασμα Σπίτι Εσωτερική ελευθερία Ο θεός Ο έρωτας
Στοιχεία
παραδοξότητας. Ένας εχθρός των
βεβαιοτήτων μας Και οι
αντιφάσεις
Το βρέφος με το παράξενο κεφάλι
Λίγο πριν από το μεσημέρι της 14ης Μαρτίου του 1979 η Paulin
Einstein ταράχτηκε. Είχε μόλις αντικρίσει το πρώτο δικό της νεογέννητο και
ένιωσε ότι γέννησε ένα παραμορφωμένο παιδί . Το
πίσω μέρους ήταν τεράστιο και μπορούσε να διακρίνει πάνω του ένα σωρό
γωνίες. Καμία συμμετρία καμία σφαιρικότητα.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί
Στον Hermann Einstein άρεσε πολύ να διαβάζει μεγαλόφωνα
ποίηση, έδειχνε προτίμηση στον Heine και
στον Rilke ενώ η γυναίκα του Paulin αγαπούσε τη μουσική, έπαιζε πιάνο και ήθελε
κάνοντας παιδιά να ενθαρρύνει τις μουσικές του ικανότητες. Στις 14 Μαρτίου του
1879 γέννησε ένα παιδί που του δόθηκε το όνομα Albert. O μικρός άργησε τόσο να
μιλήσει που οι δικοί του νόμιζαν ότι δεν θα μιλήσει ποτέ. Οι φόβοι τους όμως
διαψεύστηκαν γιατί η γέννηση της αδελφής του όταν εκείνος ήταν δυόμισι ετών τον
ώθησε να αρχίσει να μιλάει. Η ΘΑΛΠΩΡΉ ΤΗΣ οικογένειας Αϊνστάιν και η ελεύθερη
σκέψη τους, απαλλαγμένη από θρησκευτικές προκαταλήψεις, φαίνεται πως τόνωσαν την
αυτοπεποίθηση του Αλβέρτου. Στα τέσσερα χρόνια του μπορούσε να κυκλοφορεί μόνος
του στους δρόμους του Μονάχου.
«Η ανεξαρτησία ήταν ήδη ριζωμένη στον χαρακτήρα
του» θυμόταν αργότερα η αδελφή του η Μάγια. Παρότι του έλειπαν οι φίλοι
προτιμούσε να παίζει μόνος του, κάνοντας παζλ ή
φτιάχνοντας πολυώροφα κτίρια με τα χαρτιά της τράπουλας.
Υπολοχαγοί και λοχίες
Πήγε σε δημόσιο δημοτικό σχολείο και οι δάσκαλοι δεν τον
εύρισκαν ιδιαίτερα έξυπνο γιατί του έπαιρνε πάρα πολύ ώρα για να λύσει
ασκήσεις. Προτιμούσε να τις εξετάζει αργά και συστηματικά παρά να απαντά
αυτόματα όπως ήθελαν οι δάσκαλοί του. Η επιμονή, η υπομονή και η οργάνωση,
στοιχεία καίρια για τη μετέπειτα πορεία του έκαναν από νωρίς την εμφάνισή τους.
Η παρεξήγηση έγινε ακόμα χειρότερη όταν ο Αϊνστάιν μπήκε στο
Γυμνάσιο Luitpold του Μονάχου σε ηλικία δέκα ετών. «Δεν θα καταφέρεις να κάνεις
τίποτα στη ζωή σου» του είπε κάποτε ο δάσκαλος των αρχαίων ελληνικών. Αργότερα
έγραψε για τα μαθητικά του χρόνια: « οι δάσκαλοι στο Δημοτικό μου θύμιζαν
λοχίες και στο Γυμνάσιο υπολοχαγούς».
Οι δύο πιο ζωντανές
επιστημονικές εμπειρίες που διατήρησε από τα παιδικά του χρόνια ήταν η πυξίδα
και το πυθαγόρειο θεώρημα. Οι δύο αυτές εμπνεύσεις είναι σχεδόν δύο ιδανικά
παραδείγματα των συμπληρωματικών όψεων των επιστημονικών φαινομένων.
Η πυξίδα
« Ένα τέτοιο θαυμασμό ένιωσα ως παιδί 5 ετών όταν ο πατέρας
μου έδειξε μια πυξίδα. Το ότι η βελόνα
μπορούσε να συμπεριφέρεται με τέτοιο συνεπή τρόπο δεν ταίριαζε με τη φύση των
γνωστών γεγονότων. Ακόμα θυμάμαι ότι η εμπειρία αυτή μου έκανε βαθιά και
ανεξάλειπτη εντύπωση. Κάτι το βαθιά κρυμμένο θα έπρεπε να υπάρχει πίσω από τα
πράγματα. Αυτά που βλέπει μπροστά του ο άνθρωπος από την παιδική του ηλικία δεν
τον προκαλούν τέτοιου είδους αντιδράσεις. Δεν τον ξαφνιάζει η πτώση των σωμάτων,
ο άνεμος και η βροχή ούτε το γεγονός ότι το φεγγάρι δεν πέφτει» έγραφε στα 67
του χρόνια
Paul Arthur
Schlipp : Albert Einstein: Philosopher – Scientist, 1949
Η Γεωμετρία
« Σε ηλικία 12 ετών είχα μια δεύτερη θαυμαστή εμπειρία.. Ένα
μικρό βιβλίο που είχε ως θέμα την Ευκλείδεια Γεωμετρία το οποίο βρέθηκε στα
χέρια μου στην αρχή κάποιας σχολικής χρονιάς. Εδώ υπήρχαν προτάσεις – όπως η
τομή και των τριών υψών ενός τριγώνου σε ένα μόνο σημείο - οι οποίες αν και δεν
ήταν με κανένα τρόπο προφανείς μπορούσαν να αποδειχθούν με τέτοια βεβαιότητα
που κάθε αμφιβολία φαινόταν αδύνατη.
Αυτή η διαύγεια και η βεβαιότητα μου προκαλούσαν μία απερίγραπτη αίσθηση.
Τα αντικείμενα τα οποία πραγματεύεται η Γεωμετρία μου
φαίνονταν ότι δεν ήταν διαφορετικού τύπου από τα αντικείμενα των αισθητηριακών
μας αντιλήψεων, αυτά τα οποία μπορούμε να δούμε και αγγίξουμε. Η πρωτόγονη αυτή
ιδέα στηρίζεται και στο γεγονός ότι η σχέση των γεωμετρικών αντικειμένων με τα
αντικείμενα της άμεσης εμπειρίας ήταν ασυνείδητα παρούσα
Paul Arthur
Schlipp : Albert Einstein: Philosopher – Scientist, 1949
Το βιολί, ο Μότσαρτ και ο Μπαχ
Από την εφηβεία του και τα φοιτητικά του χρόνια μέχρι και τη
δεκαετία του 1940 που πλησίαζε τα εβδομήντα
η μουσική βρισκόταν στο επίκεντρο της δημιουργικής ζωής του Einstein και
ο Μότσαρτ με το βιολί στο επίκεντρο της μουσικής του.
Στα δεκάξι του χρόνια στο κυλικείο του σχολείου σκεπτόμενος
τη ρήση «η μπύρα κάνει τον άνθρωπο βλάκα και τεμπέλη» ο Αϊνστάιν ορκίστηκε ότι θα γινόταν
θεωρητικός φυσικός και ότι στο εξής δεν θα μεθούσε πια με μπίρα αλλά με Φυσική
και με την Κριτική του καθαρού λόγου του Kant. Για να το γιορτάσει κάλεσε τον
φίλο του Χανς Μπίλαρντ να τον συνοδεύσει
στο πιάνο σε μια σονάτα του Μότσαρτ. Αυτό που ακολούθησε έμεινε χαραγμένο για
πάντα στη μνήμη του Μπίλαρντ. « Όταν το βιολί του άρχισε να τραγουδά, οι τοίχοι
του δωματίου έμοιαζαν να υποχωρούν για πρώτη φορά εμφανίστηκε μπροστά μου ο
πραγματικός Μότσαρτ ποτισμένος με την ελληνική ομορφιά και τις καθαρές γραμμές
της ατίθασος, παιχνιδιάρικος και μεγαλειώδης».
Ο Αϊνστάιν προτιμούσε την αυστηρά δομημένη
ντετερμινιστική μουσική του Μπαχ και του Μότσαρτ. Φανταζόταν τον Μότσαρτ να
αρπάζει μελωδίες στον αέρα που πετούσαν αενάως στο Σύμπαν και σκεφτόταν ότι ο
ίδιος δούλευε σαν τον Μότσαρτ όχι απλώς φτιάχνοντας θεωρίες αλλά
ανταποκρινόμενος στη Φύση, σε μια αρμονία με το Σύμπαν. «Αυτό έχω να πω για το
έργο του Μπαχ: να ακούς, να παίζεις να αγαπάς, να σέβεσαι και να κρατάς το
στόμα σου κλειστό». Η μουσική του Ντεμπισί είχε γι αυτόν μια εκλεπτυσμένη
πολυχρωμία . Από την άλλη έβρισκε τον Μπετόβεν πολύ μελοδραματικό, τον Ρίχαρντ
Στράους προσηλωμένο στην εξωτερική όψη των πραγμάτων και είχε δηλώσει ευθαρσώς
ότι «ο θεός να με συγχωρέσει αλλά ο Βάγκνερ δεν είναι του γούστου μου»
Τα γούστα του στη μουσική και στη φυσική ήταν αλληλένδετα.
Έβλεπε τις μουσικές και τις επιστημονικές αλήθειες ως
πλατωνικές μορφές, τις οποίες η ανθρώπινη διάνοια καλείται να διαισθανθεί.
Ο καθηγητής δεν φοράει κάλτσες
Στα νιάτα του, γράφει ο Philip Frank, ήταν πολύ έξυπνος και συνήθιζε να χρησιμοποιεί
λογοπαίγνια. Είχε μία ακατανίκητη αίσθηση χαράς και ευθυμίας συνδυασμένη με μια
βαθιά αίσθηση εσωτερικής γαλήνης και μία σχεδόν αδιαπέραστη πανοπλία
επιφυλακτικότητας.
Ο τρόπος με τον
οποίο μιλούσε στους διοικούντες το Πανεπιστήμιο ήταν ο ίδιος με εκείνον με τον
οποίο μιλούσε στην καθαρίστρια του εργαστηρίου.
Είχε ήδη αποκτήσει ένα εσωτερικό αίσθημα ασφάλειας. Η πίεση
που συχνά τον βάραινε στα νιάτα του είχε πια φύγει. Μπορούσε πια να ντύνεται
όπως ήθελε αρκεί να νιώθει άνετα και συχνά κυκλοφορούσε χωρίς να φοράει
κάλτσες.
Όταν τον ρώτησαν κάποτε γιατί δεν φοράει κάλτσες παρενέβη η
Helen Dukas η γραμματέας του λέγοντας «
Ο καθηγητής δεν φοράει ποτέ κάλτσες. Ακόμα κι όταν τον προσκάλεσε ο Πρόεδρος
Roosevelt στον Λευκό οίκο δεν φορούσε κάλτσες».
(Einstein, a Centenary Volume, επιμέλεια
A. P. French, Heinemann, Oxford,
1979 )
Γέλιο
Η αίσθηση του χιούμορ του ήταν έκδηλη. Όταν κάποιος έλεγε
ένα αστείο η αντίδρασή του ήταν πολύ ζωηρή. Το γέλιο του ανάβλυζε από τα βάθη
του είναι του ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του που τραβούσε αμέσως την
προσοχή.
Η συζήτησή του ήταν
συχνά ένας συνδυασμός αθώων αστείων και καυστικής χλεύης, έτσι που πολλοί να
μην μπορούν να επιλέξουν εάν θα έπρεπε να γελάσουν ή να νιώσουν θιγμένοι. Έτσι
η εικόνα που έδινε στους γύρω του ήταν κάτι
ανάμεσα στους δύο πόλους της παιδικής ευθυμίας και του κυνισμού. Εκείνο
πάντως που έμενε ήταν εντύπωση ενός ζωντανού ανθρώπου η συντροφιά του οποίου
άφηνε τους συνομιλητές του πλουσιότερους από την εμπειρία της.
Ήθελα να έχω την ευκαιρία να ακούω το γέλιο του το οποίο
φώτιζε το πρόσωπό του και τον έκανε να
μοιάζει σαν αγόρι που διασκεδάζει με μία φάρσα.
Διάβασμα
Δεν ήταν βιβλιοφάγος. Από ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ προτιμούσε κυρίως του
Ρώσους, όπως τον Ντοστογιέφσκι και τον Τολστόι.
Θαύμαζε τον Γκαντι, ου οποίου την αυτοβιογραφία διάβαζε
μεγαλόφωνα στην οικογένειά του. Διάβαζε και Ηρόδοτο. Τα περισσότερα βιβλία του
τα έστελναν άνθρωποι που ήθελαν να τα διαβάσει. Δεν διάβαζε σχεδόν ποτέ βιβλία
που αναφέρονταν στον ίδιο.
Σπίτι
Στο γραφείο του που επικοινωνούσε κατευθείαν με την
κρεββατοκάμαρα υπήρχαν μερικές όχι ιδιαίτερα αναπαυτικές καρέκλες και το
τραπέζι στο οποίο εργαζόταν. Υπήρχαν και αρκετά φυτά. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι
ράφια, στα περισσότερα υπήρχαν βιβλία, ορισμένα φιλοξενούσαν και τη δισκοθήκη
του.
Στους τοίχους ήταν κρεμασμένες λίγες φωτογραφίες και χαλκογραφίες.
Ένα σκίτσο του Γκάντι, μια φωτογραφία της μητέρας και μία της μοναδικής αδελφής
του. Είχε φέρει μαζί του και τρεις χαλκογραφίες των τριών φυσικών που θαύμαζε
ιδιαίτερα. Του Νεύτωνα, του Φαρανταίη και του Μάξγουελ. Αυτά σε συνδυασμό με
την απόλυτη απλότητα των υπόλοιπων χώρων έδιναν στο διαμέρισμα μια αίσθηση
γαλήνης και απομόνωσης ταυτόχρονα.
Μια άλλη γκάμα εντυπώσεων κυμαινόταν από την εντύπωση ενός
ανθρώπου που συνέπασχε βαθιά και με ένταση για τη μοίρα κάθε αγνώστου ως την
εντύπωση ενός ανθρώπου που σε πλησιέστερη επαφή αποτραβιόταν στο καβούκι του.
Ποτέ του δεν είχε ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ. Ακόμα και σε μεγάλη ηλικία ΠΕΡΠΑΤΟΥΣΕ, ανεξάρτητα μάλιστα από τις
καιρικές συνθήκες ή κυκλοφορούσε με ποδήλατο. Το καλοκαίρι πήγαινε στη θάλασσα
όπου μπορούσε να ασχοληθεί με την αγαπημένη του ΙΣΤΙΟΠΛΟΪΑ . Ενίοτε
κυκλοφορούσε χωρίς να φοράει κάλτσες, απέφευγε τις κοσμικές εμφανίσεις, πάλευε
την ούτως ή άλλως υπαρκτή ματαιοδοξία
του και του άρεσε να κάθεται σε μια γωνιά και να καπνίζει πίπα;
Δεν ανήκε σε κανέναν θεσμό, σε καμία ΧΩΡΑ ούτε καν στα μέλη
της οικογένειάς του.
Απολάμβανε πολύ τη συντροφιά ορισμένων διαλεχτών ατόμων
και διατηρούσε μια τεράστια και
τακτική αλληλογραφία με ανθρώπους κάθε είδους, αλλά έδινε την εντύπωση ότι η
Σκέψη του και η ύπαρξή του ήταν αλλού.
Είχε απόλυτη συνείδηση της κατάστασής του, όπως και του παράδοξου της
απόλυτης ανάγκης του για απομόνωση και της συνεπαγόμενης μοναξιάς
Αν και παρέμεινε συνεπής αγνωστικιστής, σε ότι αφορά κάθε
είδους πίστη σε κάποιον Θεό, αναφερόταν συχνά και φιλικά στον «ΘΕΟ» τον οποίο
πολλές φορές αποκαλούσε Γέροντα. Με αυτή την έννοια «ο Θεός» αντιπροσώπευε τις έλλογες συνδέσεις,
τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία του Σύμπαντος. Jeremy Bernstein: Einstein
2th edition, 1973
« Η κύρια πηγή των σημερινών αντιπαραθέσεων μεταξύ Θρησκείας
και Επιστήμης βρίσκεται στην έννοια
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΘΕΟΣ. Στόχος της Επιστήμης είναι η διατύπωση γενικών κανόνων που
καθορίζουν τις αλληλεξαρτώμενες έννοιες για τα αντικείμενα μέσα στον χώρο και
στον χρόνο. Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος διαποτίζεται από την εύρυθμη
κανονικότητα των όσων συμβαίνουν, τόσο πιο στέρεη γίνεται η πεποίθηση ότι δεν
υπάρχει χώρος για αίτια διαφορετικής φύσεως. Γι αυτόν ούτε η κυριαρχία της
ανθρώπινης βούλησης ούτε η κυριαρχία της θεικής βούλησης υφισταται ως ΑΙΤΙΑ των
φυσικών γεγονότων.
Βέβαια το δόγμα ενός προσωπικού Θεού Ο ΟΠΟΙΟΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΕΙ
ΣΤΙΣ ΦΥΣΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ δεν θα μπορέσει ποτέ να καταρριφθεί, με την πλήρη
σημασία της λέξης, από την Επιστήμη διότι το δόγμα αυτό μπορεί πάντα να
καταφεύγει στους χώρους εκείνους στους οποίους δεν έχει ακόμα εδραιωθεί η
επιστημονική γνώση. Στη σφαίρα της θρησκείας ανήκει η ΠΙΣΤΗ ότι οι κανόνες που
διέπουν τον κόσμο της ανθρώπινης ύπαρξης είναι έλλογοι, ότι αυτός ο κόσμος
μπορεί να γίνει κατανοητός με τη σκέψη. Δεν μπορώ να φανταστώ έναν πραγματικό
επιστήμονα δίχως τη βαθιά αυτή πίστη.
Philip
Frank:Einstein: His Times and Life, New
York, ed. Alfed Knopf, 1947
ο Έρωτας
Ένας από τους ελάχιστους λόγους που έκαναν τον Αϊνστάιν να
βγαίνει από τον «μικρό κόσμου του» ήταν
οι γυναίκες. Εκείνες τον έβρισκαν ελκυστικό στην όψη και η έλξη αυτή μεγάλωνε
από την ανέμελη συμπεριφορά του, το ξεχωριστό και παθιασμένο στυλ που είχε στο
βιολί και αργότερα βέβαια, το θρυλικό μυαλό του. Όπως είπε μια φίλη του
αργότερα ‘ήταν το είδος της αντρικής ομορφιάς που ειδικά στις αρχές του εικοστού αιώνα έκαιγε
καρδιές» ( Antonina Valentin, 1954, Einstein : A Biography )
Όταν σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο ερωτεύτηκε τη μοναδική φοιτήτρια του τμήματος
τη Μίλεβα Μάριτς, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του σέρβικής καταγωγής και γυναίκα
με ισχυρή θέληση. Ένα παράξενο ζευγάρι. Εκείνος γεροδεμένος και φαινομενικά εξωστρεφής,
η Μίλεβα του έφθανε μέχρι τον ώμο κούτσαινε εξ αιτίας της φυματίωσης που είχε
περάσει στα παιδικά της χρόνια και είχε μια αύρα σλάβικης μελαγχολίας. Ήταν
όμως πολύ όμορφη με εντυπωσιακά μάτια
και μαύρα μαλλιά. Η κόρη τους η Λίζερλ γεννή8ηκε χωρίς ακόμα να έχουν
παντρευτεί. Το 1903 παντρεύτηκαν και έκαναν δύο παιδιά ακόμα. Τον Χανς Άλμπερτ
και τον Έντουαρντ. Γι α αρκετά χρόνια ήταν ερωτευμένοι τρελά. Αντάλλασσαν
γράμματα γεμάτα πάθος που περιείχαν όμως και σκέψεις για ι τη φυσική. Τα
γράμματα αυτά αποκαλύφθηκαν από μια δισέγγονή τους το 1986 σε μια τραπεζική θυρίδα στο Λος Άντζελες
και εκδόθηκαν με τη μορφή βιβλίου. Αλβέρτος Αϊνστάιν : Τα ερωτικά γράμματα. Ο
ενθουσιασμός για τη δουλειά του και ο έρωτάς του για τη Μίλεβα διαπλέκονται
μέσα στα γράμματα αυτά. Στα πρώτα χρόνια της ερωτικής τους σχέσης ήταν εκείνος
που την είχε ανάγκη, μια γυναίκα τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του που ήταν
σύμβουλος εμψυχωτής, παιδαγωγός και υποστηρικτής του. Καθώς όμως προχωρούσε η
σχέση η Μίλεβα επισκιαζόταν όλο και περισσότερο από τον εραστή της και στα χρόνια
ακολούθησαν η Μίλεβα ήταν απόλυτα εξαρτημένη από τον άνδρα της, ένα οικονομικό
και συναισθηματικό φορτίο. Η σχέση τους γνώρισε κρίση. Πολύ αργότερα ο Αϊνστάιν
έγραψε γι αυτήν «ήταν σκυθρωπή και κυκλοθυμική και γενικά πολύ ψυχρή και
καχύποπτη με όποιον με πλησίαζε με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο».
Το 1912 ο Αϊνστάιν, 33 ετών, παντρεμένος ακόμα με τη Μίλεβα
έγινε εραστής της Έλσας Λόβενταλ . Η
Έλσα τον ανακούφιζε από την κυκλοθυμικότητα της Μίλεβα. Για να προλάβει όμως τα
αναπόφευκτα προβλήματα ο Αϊνστάιν διέκοψε
γρήγορα τον δεσμό τους αλλά η Έλσα επέμεινε. Ένα χρόνο αργότερα άρχισε
να της στέλνει ερωτικά γράμματα σαν αυτά που έγραφε στη Μίλεβα όταν ήταν
νέος. Τελικά το 1919 ο γάμος με τη Μίλεβα διαλύθηκε. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε
την Έλσα και εκείνη τον φρόντιζε για πολλά χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του
1920 ο Αϊνστάιν, 45 περίπου χρονών, ήταν
πια μία παγκόσμια διασημότητα και ήταν τότε που διαπίστωσε ότι η έλξη που
ασκούσε στις γυναίκες είχε αυξηθεί κατακόρυφα. Με αρκετά φαρδιές πλάτες, σχετικά καλοδιατηρημένος,
φημισμένος για την τεράστια ευφυία του ήταν μία φιγούρα εντυπωσιακή.
Στοιχεία
παραδοξότητας.
Η σκέψη του Αϊνστάιν – η μεγαλοφυία του οποίου συνίσταται
και στο ότι μπορεί να ξεσκεπάζει τις ασυμμετρίες τον φυσικών νομών να βρίσκει
λύσεις για τα παράδοξα και να ενοποιεί τις αντιτιθέμενες καταστάσεις - είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
προσωπικότητά του, η οποία περιέχει στοιχεία παραδοξότητας. Γέρο - σοφός και
ταυτόχρονα ζωηρός έφηβος , άθεος και
συγχρόνως με έναν δικό του τρόπο θρήσκος, μοναχικός αλλά και δημόσιο πρόσωπο
ορθολογιστής αλλά και εμπιστευόμενος την προσωπική του διαίσθηση, προσφέρεται
για το παιχνίδι της μυθοποίησης για τη δημιουργία μιας εικόνας η οποία αμέσως θα παραπέμπει και στην αντίθετή
της.
Gerald Holton
Ένας επικίνδυνος εχθρός των βεβαιοτήτων μας
Ο Αϊνστάιν υπήρξε θύμα μια σειράς από υποψίες από και
εξονυχιστικές εξετάσεις για τον ρόλο του και για την προσωπικότητά του . Κατά
τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου ορισμένοι Γάλλοι αντισημίτες είχαν
έντεχνα υπογραμμίσει την γερμανο - εβραϊκή καταγωγή του και η υπογράμμιση της
καταγωγής του δεν έπαψε να κάνει την εμφάνισή της ποτέ. Άλλοι πάλι τον
κατηγορούσαν για σνομπισμό ενώ ορισμένοι χαρακτήριζαν τη Θεωρία της
Σχετικότητας ως ένα καθαρά διανοητικό κατασκεύασμα. Και δυστυχώς γι αυτούς
είχαν σπεύσει να κοινοποιήσουν τους χαρακτηρισμούς λίγο πριν αρχίσουν η μια
μετά την άλλη να έρχονται οι πειραματικές επιβεβαιώσεις της θεωρίας του.
Αργότερα επιχείρησαν να του αποδώσουν την πατρότητα της ατομικής βόμβας . Τέλος με τη συγκατάθεση
της Μίλεβα Μάριτς επεδίωξαν να αποδώσουν σε αυτήν την μητρότητα της
Σχετικότητας. Τελευταίο χρονολογικά επεισόδιο είναι οι ψίθυροι στα σαλόνια ότι
ο Αϊνστάιν ήταν τρελός και με αυτό θα μπορούσαν να εξηγηθούν όλα.
Γιατί άραγε τόσος φθόνος για έναν άνθρωπο που ενίοτε
κυκλοφορούσε χωρίς να φοράει κάλτσες, απέφευγε τις κοσμικές εμφανίσεις, πάλευε
τη ματαιοδοξία του και του άρεσε να κάθεται σε μια γωνιά και να καπνίζει πίπα;
Μήπως επειδή κρέμασε σοβαρά ερωτηματικά κάτω από τα προφανή με τα οποία
έχουμε μεγαλώσει; Μήπως επειδή αμφισβήτησε τις βεβαιότητες πάνω στις οποίες
εδράζεται η λαϊκή σοφία, τις ποικίλες βεβαιότητες που μεταβιβάζονται από γενιά
σε γενιά και οι οποίες συντηρούν τον κοινωνικό σεβασμό προς την ιερότητα της
ορθολογικής σκέψης; Το ότι
Η ΜΑΖΑ
ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΑ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΙΣΟΔΥΝΑΜΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ , το ότι ο
χρόνος μπορεί να διαστέλλεται και να
σμίγει με τον χώρο, είναι ιδέες που πριονίζουν το κλαδί στο οποίο στηρίζονται (
ή μήπως ταλαντεύονται ; ) ο κοινός νους
και η «υγιής» σκέψη. Ο Αλβέρτος Αϊνστάιν γίνεται ένας επικίνδυνος εχθρός των
κοινωνικών βεβαιοτήτων και πρέπει να πληρώσει: το τίμημα είναι να μείνει
περιθωριακός για πάντα. Και εκείνο που επείγει είναι να μυθοποιηθεί από την
κορυφή ως τα νύχια μέσα από τη φωτογραφία που τον δείχνει να βγάζει έξω τη
γλώσσα, μέσα από τον εγκέφαλό του που θα ανατεθεί για έρευνα στην ανατομία προς
έρευνα είτε μέσα από την εξίσωση που
ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΜΑΓΙΚΗ
Και οι αντιφάσεις
Ωστόσο όπως όλοι οι άνθρωποι είχε κι εκείνος τις αντιφάσεις
του. Αν παρακολουθήσει κανείς τη διαδρομή του μετά το 1920 εύκολα μπορεί να
διακρίνει έναν άνθρωπο που είχε την τάση να αναζητεί θεμελιώδεις Αρχές , κάποιες δηλαδή
ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ στις οποίες θα μπορούσε να στηριχτεί.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΑΝΑΤΡΕΨΕΙ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΟΛΥΤΕΣ
ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΤΩΡΑ - ΓΙΑ ΝΑ
ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΙ ΠΙΟ ΠΕΡΑ - ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΕ ΑΝΑΝΤΙΡΡΗΤΕΣ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΕΣ.
Το αναλλοίωτο της
ταχύτητας του φωτός, η ισοδυναμία μάζας και ενέργειας, η ισοτιμία επιτάχυνσης
και βαρύτητας και η Αρχή της Αιτιότητας ήταν μερικές μόνο από αυτές.